κορώνεως

κορώνεως
κορώνεω̆ς , κορώνεως
a fig of raven-grey colour
adverbial
κορώνεω̆ς , κορώνεως
a fig of raven-grey colour
masc/fem nom pl
κορώνεω̆ς , κορώνεως
a fig of raven-grey colour
masc/fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κορώνεως — κορώνεως, ω, ἡ (Α) συκιά που έχει χρώμα κουρούνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορώνη + επίθημα εως (πρβλ. κανθάρ εως, χελιδόν εως)] …   Dictionary of Greek

  • κορώνεων — κορώνεω̆ν , κορώνεως a fig of raven grey colour masc/fem/neut gen pl κορώνεω̆ν , κορώνεως a fig of raven grey colour masc/fem acc sg κορώνεω̆ν , κορώνεως a fig of raven grey colour neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορώνη — I Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.668 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της δυτικής ακτής του Μεσσηνιακού κόλπου, 52 χλμ. ΝΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορώνης. Ιστορία. Η Κ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”